- κατανεύω
- (AM κατανεύω)κινώ το κεφάλι προς τα κάτω σε ένδειξη συμφωνίας, συναινώ, συγκατατίθεμαι («κάρτα δὴ ἀέκων κατανεύει», Ηρόδ.)μσν.γέρνω το κεφάλι προς τα κάτωμσν.-αρχ.1. έχω κλίση προς τα κάτω («ἐπειδὰν κατανεύση τὸ ἀγγεῑον», Γεωπ.)2. υπόσχομαι («γιγνώσκω δ', ὅτι μοι... κατένευσε Κρονίων νίκην», Ομ. Ιλ.)αρχ.1. κάνω νεύμα με κίνηση τού κεφαλιού («ὁ δὲ τῇ κατένευσε σιωπῇ», Ομ. Οδ.)2. ειδοποιώ κάποιον με σήματα («καὶ κατένευσαν τοῑς μετόχοις τοῑς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῡ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῑς», Λουκιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.